Έκθεση "Παραχάραξη" 2017

 Παραχάραξη

 

Το Πολιτιστικό Κέντρο Μελίνα παρουσιάζει την εικαστική πρόταση Παραχάραξη της Κατερίνας Αθανασίου.

 

Τα εγκαίνια της έκθεσης θα πραγματοποιηθούν την Τετάρτη 4 Οκτωβρίου 2017 και ώρα 19:00 στο Πολιτιστικό Κέντρο Μελίνα, Ηρακλειδών 66 & Θεσσαλονίκης στο Θησείο. Η έκθεση  θα παραμείνει ανοικτή για το κοινό έως τις 15 Οκτωβρίου 2017.

 

Αφετηρία της έκθεσης αποτελεί η μαγνητοσκοπημένη μαρτυρία της μητέρας της εικαστικού, η οποία τους τελευταίους μήνες της ζωής της της περιέγραψε τα γεγονότα που βίωσε κατά τη διάρκεια της εξορίας της στη Γυάρο και στην Αλικαρνασσό (1967-1974). Η έκθεση περιλαμβάνει έργα της Αθανασίου (performance, επεξεργασμένες φωτογραφίες, σχέδια, αρχειακό υλικό, video και γλυπτά), τα οποία πραγματεύονται τις σχέσεις και την θεσιακότητα  που αντιμετώπισε μια γυναίκα στην εξορία, η οποία πέρα από την ελευθερία και τη ζωή της στερήθηκε και τα ίδια της τα παιδιά, αρνούμενη να ψευδορκήσει. Παράλληλα ξεδιπλώνονται πτυχές του ψυχισμού της κόρης που διαμορφώνει έναν προσωπικό χώρο κατά τη διάρκεια της απουσίας της μητέρας και του πατέρα, τους οποίους ουσιαστικά γνωρίζει μετά την αποφυλάκισή τους. Έτσι κυρίως «χαρτογραφεί» τον εαυτό της σε διαφορετικά σημεία σε σχέση με την ιδέα της μητέρας. Στην εφηβεία και ενηλικίωσή της, εξαιτίας του φόβου μη αποδοχής από τον περίγυρό της λόγω των πολιτικών θέσεων της οικογένειά της, συχνά κρατά κρυφή την οικογενειακή της ιστορία και προβάλλει αποσπασματικά μέρη του εαυτού της. Κατά κάποιο τρόπο προκαλεί μία «παραχάραξη» της ζωής και της αλήθειας της.

 

Η Αθανασίου προσκαλεί τους εικαστικούς Νεφέλη Κατσαρού, Γεωργία Κυριακίδου, Αντώνη Λακίδη, Λία Πέτρου, και Kildi Drasa και τον συγγραφέα και εικαστικό Χρήστο Χρυσόπουλο να καταθέσουν ένα έργο με αφορμή την ιστορία των δύο γυναικών. Επίσης μέσα από το ντοκιμαντέρ Αντάρτισσα Νίτσα-Ελένη Παπαγιαννάκη Ηλέκτρα. Γυναίκες Κλαδιά της αρχιτέκτονος και community artist Ελένης Τζιρτζιλάκη, το οποίο αφορά την ιστορία της αντάρτισσας, αδελφή της μητέρας της, κατά τον Εμφύλιο, το κοινό θα κάνει συσχετίσεις όσον αφορά την ελευθερία και την ισότητα που κατέκτησαν οι γυναίκες  αυτές, την ιδέα της αντίστασης και το τραύμα που  προκλήθηκε.      

 

   

Εγκαίνια έκθεσης:      4 Οκτωβρίου 2017, 19:00

Διάρκεια έκθεσης:      4 Οκτωβρίου – 15 Οκτωβρίου 2017

Ώρες λειτουργίας:       Τρίτη έως Σάββατο: 10:00-20:00

                                    Κυριακή: 10:00-14:00, Δευτέρα κλειστά 

 

Συντονισμός & Κείμενα:   Στρατής Πανταζής, Ιστορικός Τέχνης

 

Παράλληλο Πρόγραμμα:

 

Παρασκεύη 6 Οκτωβρίου 2017, 18:00:  

 Προβολή του ντοκιμαντέρ Αντάρτισσα Νίτσα-Ελένη Παπαγιαννάκη Ηλέκτρα. Γυναίκες      Κλαδιά (διάρκειας: 36’:05”), της Ελένης Τζιρτζιλάκη      

Παρσκευή 13 Οκωβρίου 2017, 18:00:

Με αφορμή την έκθεση, ανοιχτή συζήτηση με τους: Βίκυ Ιακώβου (Επίκ. καθηγήτρια Πολιτικής Φιλοσοφίας, Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Ιστορίας, Πανεπιστήμιο Αγαίου),

Γεράσιμος Κακολύρης (Επικ. καθηγητής φιλοσοφίας, Τμήμα Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας, Πανεπιστήμιο Αθηνών) και Χλόη Κολύρη (Αναλύτρια, Ψυχίατρος)

 

 












Για την έκθεση της Κατερίνας Αθανασίου

Παραχάραξη

13.10.2017

 

Θα ήθελα κατ’ αρχάς να ευχαριστήσω την Κατερίνα Αθανασίου που µε προσκάλεσε σε αυτή τη συζήτηση. Να πω, επίσης, ότι, παρά την αµηχανία και τους δισταγµούς µου, που οφείλονται στο ότι δεν είµαι εξοικειωµένη µε τη σύγχρονη τέχνη, δέχτηκα τόσο λόγω της εκτίµησής µου προς την Κατερίνα όσο και λόγω όσων µου είπε, πριν δω την έκθεση, για το πώς προέκυψε αυτή της η δουλειά. Από τη συζήτηση που κάναµε, είχα αρχικά σκεφτεί να µιλήσω µε καθοδηγητικό νήµα την ιδέα της παραχάραξης. Όµως, ερχόµενη εδώ και βλέποντας τα έργα, κυκλοφορώντας ανάµεσά τους, µου γεννήθηκαν κάποιες άλλες σκέψεις, που περιστρέφονται γύρω από το θέµα της ουτοπίας. Θα προσπαθήσω, λοιπόν, να πω πρώτα µερικά πράγµατα περί ουτοπίας κι έπειτα να σας µεταφέρω τις σκέψεις ή, καλύτερα, του συνειρµούς που έκανα βλέποντας κάποια έργα. Ελπίζω να βγάλετε κάποιο νόηµα.

Ήταν το έργο της Λίας Πέτρου «[Και] πάντα», εκείνο που µου έφερε στο νου την Ουτοπία τού Τόµας Μωρ. Οπότε θα µιλήσω αρχικά λίγο για το βιβλίο αυτό, για κάποιες όψεις του που θεωρώ σηµαντικές και σχετίζονται µε το πώς αντιλαµβάνοµαι την ουτοπία. Πρόκειται, όπως γνωρίζετε, για το ιδρυτικό της ουτοπικής παράδοσης κείµενο, που πρωτοδηµοσιεύτηκε το 1516. Λάτρης των λογοπαιγνίων όπως κάθε καλός ουµανιστής, ο Μωρ έπαιζε µε τον τρόπο που προφέρεται το utopia στα αγγλικά: ουτοπία (τόπος του πουθενά, µη τόπος) αλλά και ευτοπία (τόπος της ευδαιµονίας). Όµως η Ουτοπία του Μωρ δεν περιορίζεται στην παρουσίαση των θεσµών της δίκαιης και ευδαίµονος πολιτείας, κυριότερος µεταξύ των οποίων είναι η κοινοκτηµοσύνη· ή, για την ακρίβεια, ο συγγραφέας δεν προβαίνει αµέσως στην παρουσίαση αυτή –εξού και η περιπλοκότητα του κειµένου, για την ερµηνεία του οποίου έχει χυθεί πολύ µελάνι από το 1516. Το κείµενο απαρτίζεται από δύο µέρη, από δύο βιβλία, όπως αποκαλούνται. Στο πρώτο βιβλίο, που έχει διαλογική µορφή, διατυπώνεται σταδιακά µια ρηξικέλευθη κριτική στην κατάσταση της Ευρώπης και ειδικότερα της Αγγλίας της εποχής, που είναι η εποχή των πρώτων περιφράξεων. Εδώ εκφέρεται, µπορεί να πει κανείς, ο κριτικός λόγος του κειµένου. Επιπλέον, στο πρώτο αυτό βιβλίο, ο Μωρ εισάγει τις αντιρρήσεις που θα µπορούσε να έχει κανείς ενάντια στην κοινωνική και πολιτική οργάνωση της Ουτοπίας. Εκθέτει, έτσι, τις ενδεχόµενες αντιστάσεις των αναγνωστών, ανασυστήνει τα αίτιά τους και τις αξιολογεί αρνητικά ως ενδείξεις έπαρσης, ισχυρογνωµοσύνης και µωρίας –οι όροι ανευρίσκονται στο κείµενο. Καλεί µε αυτόν τον τρόπο τον αναγνώστη, προτού απορρίψει τους θεσµούς της Ουτοπίας, για τους οποίους θα διαβάσει στο δεύτερο βιβλίο, να αναλογιστεί τι είναι εκείνο που (µπορεί να) τον κάνει να αντιδράσει αρνητικά σε αυτούς. Τον προετοιµάζει, µε άλλα λόγια, να γίνει πιο δεκτικός –να ανοίξει το µυαλό του, τους ορίζοντές του– απέναντι στην πρόταση περί κοινοκτηµοσύνης που συνάγεται από την περιγραφή της νήσου Ουτοπίας. Σε ένα πολύ κρίσιµο σηµείο του διαλόγου του πρώτου βιβλίου, ο Ραφαήλ Υθλόδαιος, ο ναυτικός που επισκέφτηκε το νησί και πρόκειται να περιγράψει τους θεσµούς της στο δεύτερο βιβλίο, δίνει την ακόλουθη απάντηση στον συνοµιλητή του, στο πρόσωπο Μωρ, ο οποίος έχει υποστηρίξει ότι δεν θεωρεί δυνατόν το να ζήσουν οι άνθρωποι καλά όταν τα πάντα είναι κοινά: «Δεν είναι παράξενο που το βλέπεις έτσι [...]. Διότι είτε δεν µπορείς να φανταστείς σωστά µια τέτοια κατάσταση είτε δεν µπορείς να τη συλλάβεις καθόλου. Αλλά αν βρισκόσουνα µαζί µου στην Ουτοπία και είχες δει τις συνήθειες και τους νόµους τους [...] τότε, αναµφίβολα, θα παραδεχόσουν πως δεν έχεις δει τόσο οργανωµένη κοινωνία σαν κι αυτή». Οι ακροτελεύτιες αράδες του πρώτου βιβλίου καταδεικνύουν, εξάλλου, ότι και οι ίδιοι οι συνοµιλητές του Ραφαήλ έχουν περάσει µια διαδικασία προετοιµασίας ώστε να µπορέσουν να ακούσουν όσα έχει να τους πει για το νησί που επισκέφτηκε: «Εκείνος [ο Ραφαήλ], µόλις αντιλήφθηκε την ανυποµονησία µας και την επιθυµία µας να τον ακούσουµε, συγκεντρώθηκε για λίγο και άρχισε κατόπιν την αφήγησή του».

Είµαι της άποψης ότι ήδη στο κείµενο του Μωρ υπάρχουν, ή τουλάχιστον µπορεί κανείς να διαβάσει, πολλά στοιχεία, δοµές που µπορούν να γενικευτούν, ως χαρακτηριστικά της ουτοπίας. Αντλώντας από πιο σύγχρονες φιλοσοφικές πραγµατεύσεις, κυρίως του Πωλ Ρικέρ και του Ερνστ Μπλοχ, αλλά όχι µόνο, θα έλεγα τα εξής. Μεταφέροντάς µας αλλού, εκεί όπου οι άνθρωποι και οι µεταξύ τους σχέσεις όπως και οι σχέσεις τους µε τη φύση είναι αλλιώς, η ουτοπία µάς καλεί να αµφισβητήσουµε την υφιστάµενη τάξη πραγµάτων αναδεικνύοντας τις δυνατότητες που αυτή απωθεί. Καθιστά ανοίκειο τον περιβάλλοντα κόσµο και τον τρόπο µε τον οποίο τοποθετούµαστε µέσα σε αυτόν, δίνοντας µας έτσι τη δυνατότητα να τον δούµε υπό ένα νέο πρίσµα. Αυτή η αποστασιοποίηση, η ανοικείωση που συντελείται µέσα στην ουτοπία και χάρη σ’ αυτήν, διανοίγει τον δρόµο για την αναγνώριση και τη συνειδητοποίηση της ενδεχοµενικότητας της κατεστηµένης τάξης πραγµάτων. Παράλληλα, καθώς αποκαλύπτει πως όσα τείνουµε να εκλαµβάνουµε ως πάγια όρια ανάµεσα στο δυνατό και το αδύνατο αποτελούν επιδεκτικές αλλαγής οριοθετήσεις, η ουτοπία µάς καλεί να διερωτηθούµε γύρω από άλλες δυνατότητες. Η συνειδητοποίηση τούτη συνυφαίνεται µε τη βασική απόβλεψη της ουτοπίας, που είναι η αλλαγή της πραγµατικότητας. Για να παραφράσω λίγο µια έκφραση του γάλλου σοσιαλιστή Πιερ Λερού, η ουτοπία δείχνει ότι «ο ορίζοντας [δεν] είναι τα όρια του κόσµου». 

Για τον Ερνστ Μπλοχ, «το να περιορίσουµε το ουτοπικό στοιχείο στην εκδοχή του Μωρ [...] θα ήταν σαν να προσπαθούσαµε να αναγάγουµε τον ηλεκτρισµό στο ήλεκτρο, από το οποίο παίρνει το όνοµά του». Όπως ενδεχοµένως γνωρίζετε, ο Μπλοχ είναι ο φιλόσοφος που επιχείρησε περισσότερο από κανέναν άλλον να αποκαταστήσει την ουτοπία και να αναδιφήσει το νόηµά της. Για τον Μπλοχ, η ουτοπία είναι µια ορµή και µια επιθυµία προς το όχι-ακόµη, το άλλο, το καλύτερο από αυτό που υπάρχει, η οποία ανιχνεύεται σε όλες σχεδόν τις εκδηλώσεις της ανθρώπινης δραστηριότητας (από την ονειροπόληση, τα παραµύθια και τη µόδα µέχρι τη φιλοσοφία, τη θρησκεία, την ιατρική ή την τεχνολογία). Συναφής µε αυτή την ανθρωπολογία, είναι η θέση του Μπλοχ σύµφωνα µε την οποία σε όλα τα πολιτισµικά µορφώµατα υπάρχει ένα ουτοπικό πλεόνασµα, κάτι δηλαδή που δεν είναι πλήρως αναγώγιµο στις κοινωνικές συνθήκες παραγωγής τους ούτε συνεπώς εντελώς ενσωµατώσιµο στην ιδεολογία. Ο Μπλοχ εξάλλου σκέφτεται την ουτοπία σε συνάρτηση µε την ελπίδα, ως πάθος ή συγκίνηση της προσδοκίας (Erwartungsaffekt). Η ελπίδα συνιστά µια άρνηση του απλού µέσα-στον-κόσµο-είναι, της γεγονότητας, άρνηση που συνδυάζεται µε µια θέληση αυτό που είναι –τόσο το υποκείµενο όσο και ο κόσµος– να γίνει κάτι άλλο, καλύτερο. Εξού και η ιδέα ότι η ελπίδα τροφοδοτεί την πράξη. Η προσέγγιση της ουτοπίας από τον Μπλοχ πλαισιώνεται, τέλος, από µια οντολογία η οποία, µε τα λόγια του, έχει αποχαιρετίσει την κλειστή, στατική έννοια του όντος, και που αντιλαµβάνεται το Πραγµατικό ως διαδικασία, ως ένα είδος «διαµεσολάβησης ανάµεσα στο παρόν, το ανολοκλήρωτο παρελθόν και, πρωτίστως, το δυνατό µέλλον». 

Θα αναρωτιέστε, φαντάζοµαι, πώς συνδέονται όλα αυτά µε την έκθεση, τουλάχιστον µε κάποια από τα έργα της. Όπως είπα, ήταν το έργο της Λίας Πέτρου για τη Γυάρο εκείνο που µε έκανε να σκεφτώ την Ουτοπία τού Μωρ. Θα πρέπει, λοιπόν, να διευκρινίσω πρώτα ποιον συνειρµό δεν έκανα. Δεν έκανα το συνειρµό ότι η Γυάρος είναι µια ουτοπία, συνειρµό που θα µπορούσαν να κάνουν εκείνοι που συµµερίζονται µια αρκετά εδραιωµένη εδώ και έναν σχεδόν αιώνα προσέγγιση, σύµφωνα µε την οποία η ουτοπία είναι εγγενώς συνυφασµένη µε τον ολοκληρωτισµό, ότι η ουτοπική παρόρµηση αποτελεί το λίκνο του. Η πρώτη σύνδεση µε την ουτοπία προέκυψε για τον απλούστατο λόγο ότι η Ουτοπία τού Μωρ είναι ένα νησί, για την ακρίβεια ένα τεχνητό νησί, µιας και ο ιδρυτής της, ο Ούτοπος, έφτιαξε ένα κανάλι µε το οποίο αποσυνέδεσε µια χερσόνησο από την ηπειρωτική χώρα. Από εκεί κι έπειτα, ήρθαν στο προσκήνιο οι έννοιες του αλλού, του αλλιώς, και του έξω τις οποίες, όπως ελπίζω ότι φάνηκε από όσα είπα πριν, θεωρώ συνυφασµένες µε την ουτοπία.

Στο έργο τής Λίας Πέτρου, οι µέρες της εξορίας της Ερµιόνης Αθανασίου ενσαρκώνονται σε ισάριθµα χαρτάκια, διαφορετικού ωστόσο µεγέθους. Οι θεατές καλούµαστε να µετακινήσουµε τα χαρτάκια, έτσι ώστε να αποδοµηθεί ο χώρος και ο χρόνος του εγκλεισµού. Με έναυσµα, λοιπόν, την πρώτη αυτή σύνδεση µε την ουτοπία, σε συνδυασµό µε την παρουσίαση του έργου της από την καλλιτέχνιδα σκέφτηκα ότι ο χρόνος αυτός δεν ήταν όλος εγκλωβισµένος στη δυστοπία του στρατοπέδου. Ότι οι έγκλειστοι και οι έγκλειστες στράφηκαν µε διάφορους τρόπους, ατοµικά ή συλλογικά, κατά µόνας ή από κοινού, συνειδητά ή ασυνείδητα (στον ύπνο τους, ας πούµε), νοερά ή πρακτικά, µέσα από ανεπαίσθητες ή πιο έντονες χειρονοµίες ή πράξεις αντίστασης προς το έξω, προς το άλλο, το αλλού, δηµιουργώντας έτσι ρωγµές στο συνεχές του χρόνου του τόπου του εγκλεισµού. 

Επειδή τυχαίνει να έχω µεγαλύτερη εξοικείωση µε τη λογοτεχνία σχετικά µε τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης και εξόντωσης, θα αναφέρω ένα από τα παραδείγµατα τέτοιων κινήσεων προς το έξω και το αλλού που µου ήρθαν στον νου. Να διευκρινίσω ότι αυτές µου οι αναφορές δεν υπονοούν στο ελάχιστο µια αµφισβήτηση του ότι η απόβλεψη του ναζισµού ήταν ακριβώς να καταστρέψει κάθε ετερότητα, ότι στο στρατοπεδικό σύµπαν έλαβε χώρα, δηλαδή επιτεύχθηκε σε µεγάλο βαθµό ένα εγχείρηµα ριζικής απανθρωποποίησης. Μου ήρθε, λοιπόν, στον νου το κείµενο του πολωνοεβραίου Ζάλµαν Γκραντόφκσι, µέλους ενός Ζοντερκοµµάντο στο Άουσβιτς-Μπιρκενάου. Αυτός ο «φύλακας στις πόρτες της κολάσεως» όπως αυτοχαρακτηρίζεται, έγραψε και έθαψε στο στρατόπεδο του Άουσβιτς σηµειώσεις για όλη τη διαδικασία της εξόντωσης, µε την ελπίδα ότι κάποτε θα τις ανακαλύψουν είτε οι συγκαιρινοί του είτε οι επόµενες γενιές. Στα χειρόγραφα αυτά απευθύνεται µε τα ακόλουθα, επαναλαµβανόµενα λόγια, στους συγκαιρινούς και/ή µελλοντικούς του αναγνώστες: «Έλα προς εµένα, εσύ, ευτυχισµένε πολίτη του κόσµου, που κατοικείς σε χώρες όπου υπάρχουν ακόµα η ευτυχία, η χαρά και η ηδονή [...]. Έλα προς εµένα, εσύ, ελεύθερε πολίτη του κόσµου, που η ζωή σου είναι ασφαλής χάρη στην ανθρώπινη ηθική και την εγγυηµένη από τον νόµο ύπαρξη [...]. Έλα προς εµένα, εσύ, ελεύθερε πολίτη του κόσµου, που είχες την ευτυχία να µην υποστείς την κυριαρχία των βάναυσων δίποδων ζώων [...]». Όπως επισηµαίνει ένας από τους επιµελητές της γαλλικής έκδοσης των µαρτυριών αυτών σχολιάζοντας τον τρόπο γραφής του, ο Γκραντόφκσι «πρέπει να απεγκλωβιστεί από ένα παρόν του οποίου κάθε κύτταρο κυριαρχείται από την παρουσία των νεκρών» (Μενάρ, 171), πρέπει να τοποθετηθεί «έξω από τον εαυτό του» (170), «να αποσπαστεί από το πεπρωµένο του» (171), ώστε να κατορθώσει να αποτυπώσει όσο το δυνατόν πιο πιστά την εµπειρία που θέλει να µεταδώσει. Σε ένα τελευταίο σηµείωµα της 6ης Σεπτεµβρίου 1944, και ενώ επίκειται η εξέγερση των Ζοντερκοµµάντο, η µοναδική που έγινε στο Άουσβιτς, ο Γκραντόφκσι γράφει πως θέλησε να αφήσει τις σηµειώσεις του για «τον µελλοντικό κόσµο της ειρήνης», ώστε να µάθουν οι άνθρωποι τι συνέβη εκεί. Το σηµείωµα κλείνει ως εξής: «Γράφω αυτές τις γραµµές τη στιγµή του µεγαλύτερου κινδύνου αλλά και της µεγαλύτερης διέγερσης. Είθε το µέλλον να µπορέσει να εκφέρει την κρίση του βασιζόµενο στις σηµειώσεις µου, είθε να µπορέσει ο κόσµος να αντιληφθεί σε αυτές τουλάχιστον µια αχνή αντανάκλαση του τραγικού κόσµου στον οποίο ζήσαµε» (72). 

Πριν προχωρήσω, δεν µπορώ να µην αναφερθώ στον Βάλτερ Μπένγιαµιν, επιµελή αναγνώστη του Σαρλ Φουριέ κατά τη δεκαετία του 1930. Σε µια στιγµή την οποία αντιλαµβάνεται ως στιγµή έσχατου κινδύνου, όταν γράφει τις θέσεις Για την έννοια της ιστορίας, ο Μπένγιαµιν επικαλείται τον Φουριέ. Και σε ένα αδηµοσίευτο κείµενό του για τον Paul Scheerbart, της ίδιας εποχής, γράφει ότι οι φαντασιώσεις του γάλλου ουτοπιστή για τον κόσµο της Αρµονίας δεν εµπεριέχουν µόνο χλεύη απέναντι στη συγκαιρινή του ανθρωπότητα αλλά εξίσου και πίστη στην ανθρωπότητα του µέλλοντος.

Ήδη µε τον τίτλο του «Standing for a glimpse outside society», τίτλο που, όπως µου είπε σήµερα, θα τον µετέφραζε στα ελληνικά «Για µια στιγµή έξω από την κοινωνία», το έργο της Κατερίνας δεν µε άφησε να εγκαταλείψω το νήµα της ουτοπίας. Στο έργο αυτό, η µικρή κόρη της εξόριστης φτιάχνει έναν χώρο και έναν χρόνο δικό της. Αυτός ο κόσµος είναι ένας κόσµος καθήλωσης και εγκλωβισµού: το κορίτσι είναι καθισµένο στην καρέκλα, µε το σώµα στητό, χωρίς σχεδόν κανένα ίχνος κίνησης, επέκτασης στον χώρο· ανάµεσα στα πόδια της και στο έδαφος µεσολαβούν δύο αντικείµενα, σχετικά συµπαγή, που δεν αφήνουν χώρο ανάµεσα στο σώµα και στο έδαφος και εµποδίζουν ή απαγορεύουν την αιώρηση των ποδιών, το παιχνίδισµά τους· η ίδια η καρέκλα είναι σφηνωµένη στο έδαφος (ήταν ένα από τα στοιχεία που µε τάραξαν περισσότερο)· το κορίτσι δεν έχει βλέµµα που να κατευθύνεται προς κάτι ενώ το διάφανο υλικό που περιβάλλει το ακίνητο ή, καλύτερα, ακινητοποιηµένο σώµα της –υλικό που παραπέµπει σε καθρέφτη– εντείνει την αίσθηση του εγκλωβισµού, προκαλώντας εξάλλου συνειρµούς ασφυξίας. Αν ο κόσµος της κόρης προκύπτει από µια ανάγκη απόδρασης, από µια επιθυµία εξόδου από τον προστατευτικό αλλά εντούτοις σηµαδεµένο από την απουσία της µητέρας κόσµο των συγγενών, θα έλεγα ότι το έργο µπορεί να ιδωθεί ως αναπαράσταση µιας αποτυχηµένης απόδρασης. Και αυτό όχι µόνον επειδή δεν εµπεριέχει σχεδόν κανένα στοιχείο κίνησης, που να διατηρεί τη διάσταση της εξόδου, αλλά και επειδή δείχνει όχι απλώς τη στάση, το σταµάτηµα αλλά την καθήλωση, το ρίζωµα σε έναν απολύτως οριοθετηµένο χώρο, χωρίς έξω. Σαν η τραυµατισµένη κόρη που δεν στέκει καλά στα πόδια της να βρήκε τρόπο και τόπο όχι απλώς να σταθεί, αλλά να ριζώσει· σαν, µε άλλα λόγια, αυτό που ήταν η ουτοπία της να φανερώνεται –εκ των υστέρων, για την καλλιτέχνιδα;– ως µια δυστοπία που επαναλαµβάνει, και µάλιστα επιτείνοντάς τον, τον εγκλεισµό της µητέρας. 

Η αντιδιαστολή µε το δεύτερο γλυπτό της εγκατάστασης είναι περισσότερο από εµφανής. Το σώµα είναι εδώ σχεδόν σε κίνηση, ακουµπά στο έδαφος αλλά δεν δίνει την εντύπωση ότι ριζώνει σε αυτό ούτε ασφυκτιά µέσα στο διαφανές υλικό· είναι έτοιµο να µετακινηθεί, µπορεί να µετακινηθεί, να σηκωθεί, να κάνει ένα βήµα, ίσως και ένα άλµα, να αιωρηθεί για λίγο πάνω από το έδαφος· και, τέλος, η στάση του κεφαλιού υποδηλώνει την ύπαρξη βλέµµατος στραµµένου προς τα έξω, προς το αλλού ή το αλλιώς. Με κίνδυνο να υπερερµηνεύσω ή και να παρερµηνεύσω, θα τολµήσω να πω, ακολουθώντας έναν συνειρµό στον οποίο µπλέκονται κάποιες από τις φιλοσοφικές αναφορές που ήδη έκανα αλλά και ορισµένες άλλες, το γλυπτό αυτό µε παραπέµπει στην ουτοπία όχι µόνο εξαιτίας αυτού του βλέµµατος προς τα έξω, αλλά κυρίως λόγω της στάσης όλου του σώµατος. Κάπως έτσι θα φανταζόµουν, για να χρησιµοποιήσω µια πολύ αγαπηµένη µου έκφραση του Μιγκέλ Αµπενσούρ, τον άνθρωπο ως «ουτοπικό ζώο». Ένας τέτοιος άνθρωπος ήταν, φαντάζοµαι, και η µητέρα της Κατερίνας, η Ερµιόνη Αθανασίου. 

 

Βίκυ Ιακώβου 



































































































































































































































































Δεν υπάρχουν σχόλια: